- πεθυμιά
- και αποθυμιά, ηεπιθυμία, πόθος («την πεθυμιά πληθύνασι, την όρεξη μ' αλλάξα», Ερωφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμία (βλ. λ. πεθυμώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεθυμιά — η βλ. επιθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξά — η (Μ ἐξά) [εξουσία] 1. εξουσία, δύναμη 2. ελευθερία ενέργειας, αυτοκυριαρχία («εμπήκες σ έτοια πεθυμιά κ ήχασες την εξά σου;», Ερωτόκρ.) 3. δικαίωμα, εξουσία 4. πληρεξουσιότητα, εντολή 5. φρ. α) «έχω στην εξά μου» διαθέτω β) «δεν είμαι τής εξάς… … Dictionary of Greek
σμίξη — Μικρός ορεινός οικισμός (491 κάτ., υψόμ. 1220 μ.), στην επαρχία Γρεβενών του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (25 τ. χλμ., 491 κάτ.). * * * η, Ν [σμίγω] 1. μίξη, ανάμιξη 2. συνάντηση, σμίξιμο 3. συνεύρεση 4. γάμος («στον κόσμο… … Dictionary of Greek